άρριζος

άρριζος
η , ο [ος , ον ] не имеющий корней

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άρριζος" в других словарях:

  • ἄρριζος — without roots masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρριζος — η, ο (AM ἄρριζος, ον) αυτός που δεν έχει ρίζες νεοελλ. (για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του αρχ. μσν. ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος μσν. εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ριζος… …   Dictionary of Greek

  • ἀρρίζως — ἄρριζος without roots adverbial ἄρριζος without roots masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρριζον — ἄρριζος without roots masc/fem acc sg ἄρριζος without roots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρίζοις — ἄρριζος without roots masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρριζα — ἄρριζος without roots neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρριζοι — ἄρριζος without roots masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέμνα — (Lemna). Γένος μικρών, φανερόγαμων, μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λεμνιδών ή λημνιδών. Περιλαμβάνει 13 είδη που επιπλέουν σε στάσιμα ή με αργή ροή νερά. Έχουν διάφανο, φυλλοειδή, φακοειδή βλαστό, πλάτους 2 5 χιλιοστών, η επάνω… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»